- πτερυγοειδώς
- Αεπίρρ. βλ. πτερυγοειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτερυγοειδῶς — πτερυγοειδής like a wing adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερυγοειδής — ες, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με πτέρυγα, που έχει σχήμα φτερού (α. «πτερυγοειδής απόφυση» β. «πτερυγοειδῆ νεῡρα», Γαλ.) νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων που έχουν σχέση με το σφηνοειδές οστό τής βάσης τού κρανίου (α.… … Dictionary of Greek